- μεταθανάτιος
- -α, -ο1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά τον θάνατο2. φρ. «μεταθανάτια ζωή»εκκλ.ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή, η πνευματική, που ζούν οι ψυχές μετά τον θάνατο, σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη, αλλ. αιώνια ζωή, μέλλουσα ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -θανάτιος (< θάνατος), πρβλ. επι-θανάτιος].
Dictionary of Greek. 2013.